παρεπορεύετο

παρεπορεύετο
παραπορεύομαι
go beside
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπορεύομαι — Α 1. πορεύομαι παραπλεύρως ή πλησίον κάποιου, συμβαδίζω («ὅς... συναμπρεύων καὶ παραπορευόμενος παρώξυνε τὰ ζεύγη πρὸς τὸ ἔργον», Αριστοτ.) 2. μτφ. συνοδεύω («ἀκρόαμα δὲ οὐδέν... παρεπορεύετο», Φύλαρχ.) 3. παρέρχομαι, περνώ («παραπορευομένων τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”